- ξεκούμπωτος
- η , ο отстёгнутый, расстёгнутый; распахнутый (об одежде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκούμπωτος — η, ο αυτός που δεν είναι κουμπωμένος, ξεθηλυκωμένος … Dictionary of Greek
ακούμπωτος — η, ο αυτός που δεν είναι κουμπωμένος, ξεκούμπωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουμπωτός < κουμπώνω] … Dictionary of Greek
ξεθηλύκωτος — η, ο [ξεθηλυκώνω] αυτός που έχει βγαλμένα τα κουμπιά ή την πόρπη από τη θηλειά, ξεκούμπωτος … Dictionary of Greek
ακούμπωτος — η, ο ξεκούμπωτος: Ακούμπωτη η ζακέτα σού πάει πιο καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεθηλύκωτος — η, ο ξεκούμπωτος, ξεθηλυκωμένος: Το παντελόνι σου είναι ξεθηλύκωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)